Αναγνώστες

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Tα πρωτοβρόχια

( Είναι ένα διήγημα που έγραψα πριν λίγους μήνες, ελπίζω να σας αρέσει)

     '' Έβρεξε. Είναι ωραία η βροχή. Όμως παν απ όλα είναι μελαγχολική. Σε κάνει να θυμάσαι στιγμές και συναισθήματα που νόμιζες λησμονημένα.. Και τότε αναρωτιέσαι ,που κρυβόταν όλος αυτός ο μυστηριακός κόσμος το καλοκαίρι; Είναι λες και βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο, σε άλλη εποχή. Λες και γύρισες χρόνια πίσω.. Έγινες πάλι το μικρό κορίτσι που κολλούσε την μύτη της στο τζάμι μέχρι να παγώσει και έβαζες στοιχήματα πoια σταγόνα θα τερματίσει πρώτη.. ''σε πέρασε η σταγόνα μου Γιώργο!''. Έγινες ξανά το κορίτσι με τα γυάλινα μάτια που κοιτούσε τις σταγόνες που κυλούσαν μαζί με τα δάκρυά σου.Kαι σκεφτόσουν ..σκεφτόσουν ώρες ατέλειωτες.
     Έτσι είναι λοιπόν η βροχή. Γεμάτη μυρωδιές, ήχους και αναμνήσεις. Κάθε μυρωδιά, κάθε ήχος και μία ανάμνηση. Γλυκιά, πικρή, μικρή ή μεγάλη ..πάντως ανάμνηση. Οι αναμνήσεις, λένε, έχουν φτιαχτεί για να μας κάνουν έστω και λίγο ευτυχισμένους με στιγμές του παρελθόντος μας. Εγώ όμως γιατί δεν το νιώθω ποτέ αυτό; Γιατί νιώθω πάντα πόνο; Δεν πρέπει οι αναμνήσεις να μας πονούν, λένε. Αν δεν έχεις όμως άλλη επιλογή; Κι αν έχεις κι όμως δεν την θες; Κι αν προτιμάς τον δικό σου πόνο απ τον πόνο των άλλων; Τότε τι κάνεις; Απλά συνεχίζεις να θυμάσαι και να πονάς. Και να ελπίζεις ότι κάπου μέσα απ την βροχή θα βγει το ουράνιο τόξο και για σένα.’’
     Αυτά σκεφτόταν εκείνο το βροχερό βράδυ του Σεπτέμβρη. Μεσάνυχτα ,ησυχία παντού.. Μόνο τα τριζόνια τρέλαιναν τον κόσμο με το τραγούδι τους. Ήταν μόνη της μέσα σε ένα άδειο σπίτι. Όλοι είχαν φύγει καιρό τώρα.. Οι γονείς της και τ’ αδέρφια της δεν ζούσαν πια, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα τρία χρόνια πριν, τους στέρησε την ζωή. Μαζί, και την δικιά της ζωή. Δύο σακατεμένα πόδια ανίκανα να περπατήσουν πια και μια μεγάλη ουλή στο πρόσωπο, της θύμιζαν πόσο τυχερή ήταν μέσα στην ατυχία της. Τυχερή; Ίσως θα ήταν καλύτερα να πέθαινε τότε. Λίγες μέρες μετά το ατύχημα ο άντρας της πήρε την κόρη τους και έφυγε. Δεν ήταν πλέον ικανή να την φροντίζει. Έτσι της είπαν. Έτσι απλά. Λες και όλοι που νόμιζε πως την αγαπούσαν είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία για να της στερήσουν κάθε ευτυχία. Ήταν τότε που έρχονταν τα χελιδόνια.. Μια ανοιξιάτικη μέρα, που το χώμα μύριζε τριαντάφυλλο και ζεστό γάλα. Στην ψυχή της όμως έκανε τόσο κρύο..
Από τότε, έκοψε κάθε επαφή με τον κόσμο . Κράτησε μόνο μια γειτόνισσά της, μια μεσόκοπη αγαθή γυναίκα η οποία την φρόντιζε και της έκανε τα ψώνια.
      Εκείνο το βροχερό βράδυ του Σεπτέμβρη.. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Εκείνο το βροχερό βράδυ του Σεπτέμβρη ευχήθηκε να είχε πεθάνει. Το ευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής της. Ίσως εκεί πάνω κάποιος να την άκουγε και να την λυπόταν. Δεν ήθελε άλλο να υποφέρει, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να αλλάξει σελίδα όπως της έλεγε η γειτόνισσά της. Σύρθηκε με δυσκολία μέχρι το μπαλκόνι και άναψε ένα τσιγάρο. Άφησε τον καπνό να της κάψει τον λαιμό και τον ουρανίσκο. Απέναντι, τα φώτα από το λιμάνι λες και της έκαναν σινιάλο ‘’Έλα μαζί μας.. έλα μαζί μας.. ’’.Ο ήχος της θάλασσας καθώς έσκαγε στην άμμο ακριβώς κάτω από το σπίτι της, ξεκαθάρισε στο μυαλό της τι έπρεπε να κάνει. Αποφασιστικά, άνοιξε ένα κουτί που βρισκόταν δίπλα της. Δεν το είχε ανοίξει από τότε που τους ‘’έχασε’’ ,’όμως αν ήταν να ‘’φύγει’’ απόψε, έπρεπε να θυμηθεί. Έπρεπε να βρει όλες τις καλές της αναμνήσεις για να τις πάρει μαζί της. Όχι, δεν γίνεται όλες οι αναμνήσεις να πονούν. Οι αναμνήσεις που βρίσκονται μέσα σε αυτό το κουτί είναι πολύχρωμες, γεμάτες μπουκλάκια, μπαλόνια ,σταγόνες από βροχή που μεταμορφώνονται σε αθλητές, μικρά χεράκια που κρατούν ένα γλειφιτζούρι, σφιχτές αγκαλιές και χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα. Παίρνει από μέσα τις φωτογραφίες και τις χαϊδεύει , ανά διαστήματα σκύβει και τις φιλάει.. Και οι εικόνες γίνονται θολές, χοντρά δάκρυα αρχίζουν να πέφτουν πάνω στα χαμόγελα. Όλες οι εικόνες χορεύουν μπροστά στα μάτια της, ζωντανεύουν! Ο χορός της ζωής της.. Όλα αυτά που έχασε και όμως είναι ακόμα εδώ, σε αυτό το κουτί..
     Είχε μόλις σταματήσει να βρέχει. Το νωπό χώμα μύριζε τριαντάφυλλο και ζεστό γάλα. Όπως εκείνη την μέρα.. Ο αέρας φέρνει μαζί του έναν ψίθυρο που μόλις ακούγεται..
‘’Μαμάαα..’’
Σηκώνει το κεφάλι. Αυτή η φωνή…
‘’Μανούλα σ’ αγαπάω!’’
Τα δάκρυά της τρέχουν τώρα ποτάμι. Όχι όμως από θλίψη. Είναι χαρούμενη, είναι ευτυχισμένη. Σηκώνεται χωρίς να πονάει πια, ανοίγει τα χέρια της και αγκαλιάζει την κόρη της. Το ρολόι έδειχνε πέντε και δέκα το πρωί. Είχε αρχίσει να χαράζει…

3 σχόλια:

  1. Πάρα πολύ όμορφο. Ξέρεις, λένε πως η όσφρηση είναι η πιο αρχέγονη από τις αισθήσεις και εκείνη που μας μεταφέρει περισσότερο απ' όλες πίσω στον χρόνο, σε παλιές αναμνήσεις και όχι μόνο... Αυτό γιατί αναφέρεσαι στην βροχή, το χώμα, τις μυρωδιές...

    Την καλησπέρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή